- πυκνορράξ
- -ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και πυκνορρώξ, -ῶγος, ὁ, Ααυτός που έχει πυκνές ρώγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκνορρᾶγα — πυκνορράξ thick with berries masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνορρώξ — ῶγος, ὁ, Α βλ. πυκνορράξ … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek